χαλκοβαρής

χαλκοβαρής
χαλκο-βᾰρής, ές,
A heavy or loaded with bronze,

ἰός Il.15.465

, Od.21.423;

δόρυ 11.532

: fem. [suff] χαλκο-βάρεια (as if from Χαλκόβαρυς), Il.11.96, Od.22.259, 276.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαλκοβαρής — heavy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοβαρής — ές, ΜΑ, θηλ. και χαλκοβάρεια Α κατεργασμένος από βαρύ χαλκό («δόρυ χαλκοβαρές», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + βαρής (< βάρος), πρβλ. οἰνο βαρής] …   Dictionary of Greek

  • χαλκοβαρῆ — χαλκοβαρής heavy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χαλκοβαρής heavy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χαλκοβαρής heavy masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοβαρεῖ — χαλκοβαρής heavy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) χαλκοβαρής heavy masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοβαρεῖς — χαλκοβαρής heavy masc/fem acc pl χαλκοβαρής heavy masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοβαρές — χαλκοβαρής heavy masc/fem voc sg χαλκοβαρής heavy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοβαρείῃ — χαλκοβαρής heavy fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοβάρεια — χαλκοβαρής heavy fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοβαρείας — χαλκοβαρείᾱς , χαλκοβαρής heavy fem acc pl χαλκοβαρείᾱς , χαλκοβαρής heavy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η …   Dictionary of Greek

  • γυιοβαρής — γυιοβαρής, ές (Α) αυτός που βαραίνει τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + βαρής < βάρος (πρβλ. οινοβαρής, χαλκοβαρής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”